θερισμός

θερισμός
2326 θερισμός
{сущ., 13}
жатва, уборка урожая.
Ссылки: Мф. 9:37, 38; 13:30, 39; Мк. 4:29; Лк. 10:2; Ин. 4:35; Откр. 14:15.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θερισμός" в других словарях:

  • θερισμός — mowing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… …   Dictionary of Greek

  • θερισμός — ο το κόψιμο των σιτηρών: Εποχή θερισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερισμοί — θερισμός mowing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμοῦ — θερισμός mowing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμούς — θερισμός mowing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμῷ — θερισμός mowing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμόν — θερισμός mowing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες …   Dictionary of Greek

  • жатва — ст. слав. жѩтва θερισμός, θέρος (Супр.), болг. жътва (Младенов 169), сербохорв. же̏тва, словен. žêtva, žêtev, чеш. žatva. Далее, к ст. слав. жѩти, русск. жать, жну. Ср. др. инд. hantvas бить (Уленбек, Aind. Wb. 357) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»